- πράμνειος
- και πράμνιος, ὁ, ἡ, Α(ενν. οἶνος)1. είδος δυνατού, πιθανώς κόκκινου, κρασιού, εξαιρετικής ποιότητας, το οποίο πήρε την ονομασία του από το όρος Πράμνη τής Ικαρίας ή από την ονομασία τόπου κοντά στην Έφεσο ή στη Σμύρνη ή στη Λέσβο2. κρασί παρασκευασμένο από σταφίδες («ὁ ἐκ τῆς θειλοπεδευθείσης σταφυλῆς γενόμενος γλυκύς, καλούμενος κρητικός, ἢ πρότροπος, ἢ πράμνιος», Διοσκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. που συνδέεται με τους τ. πράμνη και πράμνημα που παραδίδει ο Ησύχιος].
Dictionary of Greek. 2013.